Σε μια πόλη της Ρωσίας ζούσε ένας πολύ πλούσιος έμπορος με τη γυναίκα του. Είχε έναν μοναχογιό, ένα έξυπνο παιδί
που τον έλεγαν Ιβάν. Μια ωραία μέρα ο Ιβάν κάθισε να φάει με τους γονείς του, και κοντά στο παράθυρο υπήρχε ένα κλουβί με ένα αηδόνι. Το αηδόνι άρχισε να κελαιδά με υπέροχες τρίλιες και ο έμπορος άκουγε το τραγούδι του, και μετά είπε:
“Πόσο θα ‘θελα να καταλάβαινα τι σημαίνουν τα τραγούδια των πουλιών! Θα έδινα τα μισά μου πλούτη σε όποιον θα μπορούσε να μου εξηγήσει όλα τα κελαιδήματα των πουλιών”
Αυτά τα λόγια χαράκτηκαν στην μνήμη του Ιβάν, και όπου κι αν πήγαινε, ό,τι κι αν έκανε, πάντα σκεφτόταν πώς θα μπορούσε να μάθει την γλώσσα των πουλιών.
Λίγο αργότερα ο Ιβάν έτυχε να κυνηγά σε ένα δάσος. Ξαφνικά σηκώθηκε άνεμος, ο ουρανός συννέφιασε, άρχισαν να πέφτουν αστραπές και βροντές, και να πέφτει καταρρακτώδης βροχή. Ο Ιβάν πήγε κάτω από ένα μεγάλο δέντρο και είδε μια φωλιά στα κλαδιά του. Μέσα στη φωλιά ήταν τέσσερα μικρά πουλιά. Ήταν μόνα τους, δεν ήταν εκεί ούτε η μητέρα τους ούτε ο πατέρας τους για να τα προστατέψει από το κρύο και τη βροχή. Ο καλός Ιβάν τα λυπήθηκε, ανέβηκε στο δέντρο και τα σκέπασε με το παλτό του. Η καταιγίδα πέρασε, και ένα μεγάλο πουλί ήλθε και κάθισε σε ένα κλαδί κοντά στη φωλιά και μίλησε στον Ιβάν.
“Ιβάν, σ’ ευχαριστώ. Προστάτεψες τα παιδιά μου από το κρύο και τη βροχή, και θέλω να κάνω κάτι για να σε ανταμείψω. Πες μου τι θέλεις”.
Ο Ιβάν απάντησε: “Δεν χρειάζομαι τίποτα, έχω τα πάντα στη ζωή μου. Μάθε με όμως τη γλώσσα των πουλιών”.
“Μείνε μαζί μου τρεις μέρες, και θα τη μάθεις”.
Ο Ιβάν έμεινε στο δάσος τρεις μέρες. Έμαθε γρήγορα όσα του έμαθε το πουλί, και γύρισε σπίτι του γνωρίζοντας τη γλώσσα των πουλιών.
Λίγο αργότερα, μια όμορφη μέρα, κάθισε με τους γονείς του να φάει, και το αηδόνι κελαιδούσε από το κλουβί του. Το τραγούδι του ήταν τόσο θλιμμένο, όμως, ώστε ο έμπορος και η γυνάικα του ένιωσαν λύπη, και ο γιος τους, ο καλός Ιβάν, που άκουγε με μεγάλη προσοχή, ένιωσε ακόμη μεγαλύτερη λύπη και άρχισαν να κυλούν δάκρυα στα μάγουλά του.
“Τι συμβαίνει;” ρώτησαν οι γονείς του. “Γιατί κλαίς, Ιβάν;”
“Καλοί μου γονείς”, απάντησε αυτός, “κλαίω γιατί καταλαβαίνω το κελάιδημα του αηδονιού, και αυτά που λέει είναι ΄τοσο λυπηρά για όλους μας”.
“Τι λέει; Πές μας όλη την αλήθεια. Μην μας κρύψεις τίποτα”, είπε ο πατέρας του και η μητέρα του.
“Είναι τόσο λυπηρό!” απάντησε ο Ιβάν. “Θα ήταν καλύτερα να μην είχα γεννηθεί!”
“Μη μας τρομάζεις”, είπαν οι γονείς του. “Αν καταλαβαίνεις πραγματικά τι λέει το τραγούδι του, πες μας αμέσως”.
“Δεν το ακούτε; Το αηδόνι λέει: “Θα ‘ρθει η ώρα που ο Ιβάν, ο γιος του εμπόρου, θα γίνει γιος του βασιλιά, και ο ίδιος του ο πατέρας θα τον υπηρετεί σαν απλός υπηρέτης”.
Ο έμπορος και η γυναίκα του προβληματίστηκαν και άρχισαν να μην έχουν εμπιστοσύνη στον γιο τους. Έτσι ένα βράδυ του έριξαν υπνωτικό στο ποτό του, και όταν αποκοιμήθηκε τον πήγαν σε μια βάρκα, άνοιξαν πανιά, και έσπρωξαν τη βάρκα στα ανοιχτά.
Για πολλή ώρα η βάρκα παρασυρόταν από τα κύματα, και τελικά πλησίασε σε ένα μεγάλο εμπορικό πλοίο και χτύπησε τόσο δυνατά πάνω του, ώστε ο Ιβάν ξύπνησε. Το πλήρωμα του πλοίου τον είδε και τον λυπήθηκε, κι έτσι αποφάσισαν να τον πάρουν μαζί τους.
Μια μέρα είδαν ψηλά στον ουρανό να πετούν γερανοί. “Προσέξτε”, είπε ο Ιβάν στους ναύτες. “Ακούω τα πουλιά να λένε ότι πλησιάζει καταιγίδα. Ας μπούμε σε ένα λιμάνι αλλιώς θα περάσουμε μεγάλο κίνδυνο και το πλοίο θα πάθει ζημιές. Όλα τα πανιά θα σκιστούν και όλα τα κατάρτια θα σπάσουν”.
Αλλά κανείς δεν του έδωσε σημασία, και συνέχισαν το ταξίδι τους. Γρήγορα ξέσπασε καταιγίδα, και το πλοίο κόντεψε να ναυαγήσει, και δυσκολεύτηκαν πολύ να επιδιορθώσουν τις ζημιές. Όταν τελείωσαν τις επιδιορθώσεις, είδαν μερικούς άγριους κύκνους να πετούν από πάνω τους και να μιλούν μεταξύ τους.
“Τι λένε;” ρώτησαν οι ναύτες, αυτή τη φορά με ενδιαφέρον.
“Προσέξτε”, τους είπε ο Ιβάν. “Λένε ότι πλησιάζουν πειρατές, τρομεροί ληστές της θάλασσας. Αν δεν μπούμε αμέσως σε λιμάνι, θα μας πιάσουν και θα μας σκοτώσουν”.
Το πλήρωμα ακολούθησε αμέσως τη συμβουλή του και μόλις το πλοίο μπήκε σε λιμάνι είδαν τα πειρατικά πλοία να περνούν και να κυριεύουν κάμποσα απροετοίμαστα εμπορικά. Όταν πέρασε ο κίνδυνος, βγήκαν από το λιμάνι και συνέχισαν το ταξίδι τους.
Τελικά το πλοίο έριξε άγκυρα κοντά σε μια πόλη, μεγάλη και άγνωστη στους εμπόρους. Σε εκείνο το μέρος βασίλευε ένας βασιλιάς που τον ενοχλούσαν πολύ τρία μαύρα κοράκια που καθόταν συνέχεια κοντά στο παράθυρό του και δεν τον άφηναν να ησυχάσει με τις κραυγές τους. Κανείς δεν έιχε καταφέρει να τα διώξει, ούτε να τα σκοτώσει. Ο βασιλιάς είχε δώσει εντολή να βάλουν ανακοινώσεις σε όλα τα σταυροδρόμια και στα μεγάλα κτίρια, και οι ανακοινώσεις έλεγαν ότι όποιος καταφέρει να απαλλάξει τον βασιλιά από τα ενοχλητικά πουλιά θα παντρευτεί τη μικρότερη κόρη του βασιλιά. Όποιος όμως δοκιμάσει και δεν τα καταφέρει, θα του κόψουν το κεφάλι.
Ο Ιβάν διάβασε την ανακοίνωση μια φορά, δύο φορές, και μετά άλλη μία. Τελικά σταυροκοπήθηκε και πήγε στο παλάτι. “Ανοίξτε το παράθυρο”, είπε στους υπηρέτες, “για να ακούσω τα πουλιά”.
Οι υπηρέτες το άνοιξαν και ο Ιβάν άκουσε τα πουλιά για λίγο. Μετά είπε: “Πηγαίντε με στον βασιλιά σας”
Όταν τον πήγαν στην αίθουσα του θρόνου, ο Ιβάν υποκλίθηκε βαθιά και είπε:
“Υπάρχουν τρία κοράκια, ένα κοράκι-πατέρας, ένα κοράκι-μητέρα και ένα κοράκι-γιος. Το πρόβλημα είναι ότι θέλουν τη βασιλική σας απόφαση για το αν ο γιος πρέπει να ακολουθήσει τον πατέρα του ή τη μητέρα του”.
Ο βασιλιάς απάντησε: “Ο γιος πρέπει να ακολουθήσει τον πατέρα”.
Όταν ο βασιλιάς ανακοίνωσε την απόφασή του, το κοράκι-πατέρας μαζί με το κοράκι-γιο πέταξαν προς την μια κατεύθυνση, και το κοράκι-μητέρα προς την άλλη, και κανέις δεν ξανάκουσε τα θορυβώδη πουλιά από τότε. Ο βασιλιάς έδωσε το μισό του βασίλειο και τη μικρότερη κόρη του στον Ιβάν, και άρχισε τότε μια ευτυχισμένη ζωή για αυτόν.
Στο μεταξύ ο πατέρας του, ο πλούσιος έμπορος, έχασε τη γυναίκα του, και σιγά σιγά έχασε και την περιουσία του. Δεν υπήρχε κανείς να τον φροντίζει, και ο γέρος αναγκαζόταν να ζητιανεύει κάτω από τα παράθυρα των πονόψυχων. Πήγαινε από το ένα παράθυρο στο άλλο, από ένα χωριό στο άλλο, από τη μια πόλη στην άλλη, και μια ωραία μέρα έφτασε στο παλάτι όπου ζούσε ο Ιβάν για να ζητιανέψει. Ο Ιβάν τον είδε και τον αναγνώρισε. Διέταξε να τον φέρουν μέσα, του έδωσε φαγητό να φάει και καλά ρούχα να φορέσει, και του είπε:
“Καλέ μου γέροντα, τι μπορώ να κάνω για σένα;”
“Αν έχεις την καλοσύνη”, απάντησε ο φτωχός πατέρας, χωρίς να ξέρει ότι μιλάει στον ίδιο τον γιο του, “άφησε με να μείνω εδώ και να σε υπηρετώ μαζί με τους άλλους πιστούς υπηρέτες σου”.
“Καλέ μου πατέρα!” είπε ο Ιβάν.
“Αμφέβαλες για το τραγούδι του αηδονιού, αλλά τώρα βλέπεις ότι η μοίρα μας ήταν να συναντηθούμε όπως είχε προβλέψει το αηδόνι πριν από πολύ καιρό”.
Ο γέρος φοβήθηκε και γονάτισε μπροστά στον γιο του, αλλά ο Ιβάν ήταν καλός όπως πάντα. Αγκάλιασε τον πατέρα του και έκλαψαν μαζί.
Πέρασαν αρκετές μέρες, και ο πατέρας βρήκε το κουράγιο να ρωτήσει τον γιο του:
“Πες μου, γιε μου, πώς και δεν πνίγηκες με τη βάρκα;”
Και ο Ιβάν γέλασε.
“Φαντάζομαι”, απάντησε, “ότι δεν ήταν γραφτό μου να πνιγώ, αλλά να παντρευτώ την κόρη του βασιλιά, την όμορφη γυναίκα μου, και να γλυκάνω τα γηρατειά του αγαπημένου μου πατέρα”.
που τον έλεγαν Ιβάν. Μια ωραία μέρα ο Ιβάν κάθισε να φάει με τους γονείς του, και κοντά στο παράθυρο υπήρχε ένα κλουβί με ένα αηδόνι. Το αηδόνι άρχισε να κελαιδά με υπέροχες τρίλιες και ο έμπορος άκουγε το τραγούδι του, και μετά είπε:
“Πόσο θα ‘θελα να καταλάβαινα τι σημαίνουν τα τραγούδια των πουλιών! Θα έδινα τα μισά μου πλούτη σε όποιον θα μπορούσε να μου εξηγήσει όλα τα κελαιδήματα των πουλιών”
Αυτά τα λόγια χαράκτηκαν στην μνήμη του Ιβάν, και όπου κι αν πήγαινε, ό,τι κι αν έκανε, πάντα σκεφτόταν πώς θα μπορούσε να μάθει την γλώσσα των πουλιών.
Λίγο αργότερα ο Ιβάν έτυχε να κυνηγά σε ένα δάσος. Ξαφνικά σηκώθηκε άνεμος, ο ουρανός συννέφιασε, άρχισαν να πέφτουν αστραπές και βροντές, και να πέφτει καταρρακτώδης βροχή. Ο Ιβάν πήγε κάτω από ένα μεγάλο δέντρο και είδε μια φωλιά στα κλαδιά του. Μέσα στη φωλιά ήταν τέσσερα μικρά πουλιά. Ήταν μόνα τους, δεν ήταν εκεί ούτε η μητέρα τους ούτε ο πατέρας τους για να τα προστατέψει από το κρύο και τη βροχή. Ο καλός Ιβάν τα λυπήθηκε, ανέβηκε στο δέντρο και τα σκέπασε με το παλτό του. Η καταιγίδα πέρασε, και ένα μεγάλο πουλί ήλθε και κάθισε σε ένα κλαδί κοντά στη φωλιά και μίλησε στον Ιβάν.
“Ιβάν, σ’ ευχαριστώ. Προστάτεψες τα παιδιά μου από το κρύο και τη βροχή, και θέλω να κάνω κάτι για να σε ανταμείψω. Πες μου τι θέλεις”.
Ο Ιβάν απάντησε: “Δεν χρειάζομαι τίποτα, έχω τα πάντα στη ζωή μου. Μάθε με όμως τη γλώσσα των πουλιών”.
“Μείνε μαζί μου τρεις μέρες, και θα τη μάθεις”.
Ο Ιβάν έμεινε στο δάσος τρεις μέρες. Έμαθε γρήγορα όσα του έμαθε το πουλί, και γύρισε σπίτι του γνωρίζοντας τη γλώσσα των πουλιών.
Λίγο αργότερα, μια όμορφη μέρα, κάθισε με τους γονείς του να φάει, και το αηδόνι κελαιδούσε από το κλουβί του. Το τραγούδι του ήταν τόσο θλιμμένο, όμως, ώστε ο έμπορος και η γυνάικα του ένιωσαν λύπη, και ο γιος τους, ο καλός Ιβάν, που άκουγε με μεγάλη προσοχή, ένιωσε ακόμη μεγαλύτερη λύπη και άρχισαν να κυλούν δάκρυα στα μάγουλά του.
“Τι συμβαίνει;” ρώτησαν οι γονείς του. “Γιατί κλαίς, Ιβάν;”
“Καλοί μου γονείς”, απάντησε αυτός, “κλαίω γιατί καταλαβαίνω το κελάιδημα του αηδονιού, και αυτά που λέει είναι ΄τοσο λυπηρά για όλους μας”.
“Τι λέει; Πές μας όλη την αλήθεια. Μην μας κρύψεις τίποτα”, είπε ο πατέρας του και η μητέρα του.
“Είναι τόσο λυπηρό!” απάντησε ο Ιβάν. “Θα ήταν καλύτερα να μην είχα γεννηθεί!”
“Μη μας τρομάζεις”, είπαν οι γονείς του. “Αν καταλαβαίνεις πραγματικά τι λέει το τραγούδι του, πες μας αμέσως”.
“Δεν το ακούτε; Το αηδόνι λέει: “Θα ‘ρθει η ώρα που ο Ιβάν, ο γιος του εμπόρου, θα γίνει γιος του βασιλιά, και ο ίδιος του ο πατέρας θα τον υπηρετεί σαν απλός υπηρέτης”.
Ο έμπορος και η γυναίκα του προβληματίστηκαν και άρχισαν να μην έχουν εμπιστοσύνη στον γιο τους. Έτσι ένα βράδυ του έριξαν υπνωτικό στο ποτό του, και όταν αποκοιμήθηκε τον πήγαν σε μια βάρκα, άνοιξαν πανιά, και έσπρωξαν τη βάρκα στα ανοιχτά.
Για πολλή ώρα η βάρκα παρασυρόταν από τα κύματα, και τελικά πλησίασε σε ένα μεγάλο εμπορικό πλοίο και χτύπησε τόσο δυνατά πάνω του, ώστε ο Ιβάν ξύπνησε. Το πλήρωμα του πλοίου τον είδε και τον λυπήθηκε, κι έτσι αποφάσισαν να τον πάρουν μαζί τους.
Μια μέρα είδαν ψηλά στον ουρανό να πετούν γερανοί. “Προσέξτε”, είπε ο Ιβάν στους ναύτες. “Ακούω τα πουλιά να λένε ότι πλησιάζει καταιγίδα. Ας μπούμε σε ένα λιμάνι αλλιώς θα περάσουμε μεγάλο κίνδυνο και το πλοίο θα πάθει ζημιές. Όλα τα πανιά θα σκιστούν και όλα τα κατάρτια θα σπάσουν”.
Αλλά κανείς δεν του έδωσε σημασία, και συνέχισαν το ταξίδι τους. Γρήγορα ξέσπασε καταιγίδα, και το πλοίο κόντεψε να ναυαγήσει, και δυσκολεύτηκαν πολύ να επιδιορθώσουν τις ζημιές. Όταν τελείωσαν τις επιδιορθώσεις, είδαν μερικούς άγριους κύκνους να πετούν από πάνω τους και να μιλούν μεταξύ τους.
“Τι λένε;” ρώτησαν οι ναύτες, αυτή τη φορά με ενδιαφέρον.
“Προσέξτε”, τους είπε ο Ιβάν. “Λένε ότι πλησιάζουν πειρατές, τρομεροί ληστές της θάλασσας. Αν δεν μπούμε αμέσως σε λιμάνι, θα μας πιάσουν και θα μας σκοτώσουν”.
Το πλήρωμα ακολούθησε αμέσως τη συμβουλή του και μόλις το πλοίο μπήκε σε λιμάνι είδαν τα πειρατικά πλοία να περνούν και να κυριεύουν κάμποσα απροετοίμαστα εμπορικά. Όταν πέρασε ο κίνδυνος, βγήκαν από το λιμάνι και συνέχισαν το ταξίδι τους.
Τελικά το πλοίο έριξε άγκυρα κοντά σε μια πόλη, μεγάλη και άγνωστη στους εμπόρους. Σε εκείνο το μέρος βασίλευε ένας βασιλιάς που τον ενοχλούσαν πολύ τρία μαύρα κοράκια που καθόταν συνέχεια κοντά στο παράθυρό του και δεν τον άφηναν να ησυχάσει με τις κραυγές τους. Κανείς δεν έιχε καταφέρει να τα διώξει, ούτε να τα σκοτώσει. Ο βασιλιάς είχε δώσει εντολή να βάλουν ανακοινώσεις σε όλα τα σταυροδρόμια και στα μεγάλα κτίρια, και οι ανακοινώσεις έλεγαν ότι όποιος καταφέρει να απαλλάξει τον βασιλιά από τα ενοχλητικά πουλιά θα παντρευτεί τη μικρότερη κόρη του βασιλιά. Όποιος όμως δοκιμάσει και δεν τα καταφέρει, θα του κόψουν το κεφάλι.
Ο Ιβάν διάβασε την ανακοίνωση μια φορά, δύο φορές, και μετά άλλη μία. Τελικά σταυροκοπήθηκε και πήγε στο παλάτι. “Ανοίξτε το παράθυρο”, είπε στους υπηρέτες, “για να ακούσω τα πουλιά”.
Οι υπηρέτες το άνοιξαν και ο Ιβάν άκουσε τα πουλιά για λίγο. Μετά είπε: “Πηγαίντε με στον βασιλιά σας”
Όταν τον πήγαν στην αίθουσα του θρόνου, ο Ιβάν υποκλίθηκε βαθιά και είπε:
“Υπάρχουν τρία κοράκια, ένα κοράκι-πατέρας, ένα κοράκι-μητέρα και ένα κοράκι-γιος. Το πρόβλημα είναι ότι θέλουν τη βασιλική σας απόφαση για το αν ο γιος πρέπει να ακολουθήσει τον πατέρα του ή τη μητέρα του”.
Ο βασιλιάς απάντησε: “Ο γιος πρέπει να ακολουθήσει τον πατέρα”.
Όταν ο βασιλιάς ανακοίνωσε την απόφασή του, το κοράκι-πατέρας μαζί με το κοράκι-γιο πέταξαν προς την μια κατεύθυνση, και το κοράκι-μητέρα προς την άλλη, και κανέις δεν ξανάκουσε τα θορυβώδη πουλιά από τότε. Ο βασιλιάς έδωσε το μισό του βασίλειο και τη μικρότερη κόρη του στον Ιβάν, και άρχισε τότε μια ευτυχισμένη ζωή για αυτόν.
Στο μεταξύ ο πατέρας του, ο πλούσιος έμπορος, έχασε τη γυναίκα του, και σιγά σιγά έχασε και την περιουσία του. Δεν υπήρχε κανείς να τον φροντίζει, και ο γέρος αναγκαζόταν να ζητιανεύει κάτω από τα παράθυρα των πονόψυχων. Πήγαινε από το ένα παράθυρο στο άλλο, από ένα χωριό στο άλλο, από τη μια πόλη στην άλλη, και μια ωραία μέρα έφτασε στο παλάτι όπου ζούσε ο Ιβάν για να ζητιανέψει. Ο Ιβάν τον είδε και τον αναγνώρισε. Διέταξε να τον φέρουν μέσα, του έδωσε φαγητό να φάει και καλά ρούχα να φορέσει, και του είπε:
“Καλέ μου γέροντα, τι μπορώ να κάνω για σένα;”
“Αν έχεις την καλοσύνη”, απάντησε ο φτωχός πατέρας, χωρίς να ξέρει ότι μιλάει στον ίδιο τον γιο του, “άφησε με να μείνω εδώ και να σε υπηρετώ μαζί με τους άλλους πιστούς υπηρέτες σου”.
“Καλέ μου πατέρα!” είπε ο Ιβάν.
“Αμφέβαλες για το τραγούδι του αηδονιού, αλλά τώρα βλέπεις ότι η μοίρα μας ήταν να συναντηθούμε όπως είχε προβλέψει το αηδόνι πριν από πολύ καιρό”.
Ο γέρος φοβήθηκε και γονάτισε μπροστά στον γιο του, αλλά ο Ιβάν ήταν καλός όπως πάντα. Αγκάλιασε τον πατέρα του και έκλαψαν μαζί.
Πέρασαν αρκετές μέρες, και ο πατέρας βρήκε το κουράγιο να ρωτήσει τον γιο του:
“Πες μου, γιε μου, πώς και δεν πνίγηκες με τη βάρκα;”
Και ο Ιβάν γέλασε.
“Φαντάζομαι”, απάντησε, “ότι δεν ήταν γραφτό μου να πνιγώ, αλλά να παντρευτώ την κόρη του βασιλιά, την όμορφη γυναίκα μου, και να γλυκάνω τα γηρατειά του αγαπημένου μου πατέρα”.