που μόνον άγγελοι καλοί την κατοικούσαν,
κάποτε ένα ωραίο μεγαλόπρεπο παλάτι,
αχτιδοβόλο ένα παλάτι ύψωνε την κορφή του.
Στης αρχόντισσας Σκέψης το βασίλειο,
-εκεί ήτανε στημένο-
ποτέ του Σεραφείμ δεν εξεδίπλωσε φτερούγια
πάνω από χτίσμα ούτε μισό σαν τούτο ωραίο.
Σημαίες στο κίτρινο της δόξας χρώμα, το χρυσό,
ξεχύναν και κυμάτιζαν ψηλά στο ακρόπυργο του,
(Αυτά -όλ' αυτά- γινότανε σ' έναν παλιό καιρό,
σ' απόμακρο παλιό καιρό),
και κάθε ανάλαφρο αγέρι που παιχνίδιζε
μεσ' στη γλυκιάν ημέρα,
γύρω στα σημαιοστόλιστα αχνά τείχη,
σα φτερωμένον άρωμα περνούσε.
Περάτες της χαρούμενης κοιλάδας
μεσ' από δυο ξάνοιγαν παραθύρια,
πνεύματα που σάλευαν ρυθμικά
σ' ενός λαγούτου αψεγάδιαστους κανόνες,
γύρω από ένα θρόνο που στεκάμενος
(Πορφυρογέννητος)
ανάμεσα σε μιαν ακολουθία που ταίριαζε στη δόξα του,
του βασιλείου ο Κύριος εθωριόταν.
Κι από μαργαριτάρι και ρουμπίνι, πάνου ως κάτου,
του ωραίου του παλατιού ξάστραφτε η θύρα
και μέσαθέ της κύλαε, κύλαε, κύλαε
κι ολοένα αχτιδοβόλα
ένας εσμός από Ήχους, οπού το γλυκό τους έργον
ήτανε μοναχά να τραγουδούνε
με φωνές ανυπέρβλητου ενός κάλλους
το πνεύμα και την άμετρη σοφία του βασιληά τους.
Ομως, στοιχεία ολέθρου, πένθιμους χιτώνες φορεμένα,
έβαλαν πόδι στου μονάρχη το βασίλειο,
(Ω, ασ θρηνήσουμε, γιατί αυριανό ξημέρωμα
για τον έρημο αυτόν δε θα φωτίσει).
Κι ολόγυρα στην κατοικία του η Δόξα,
οπού πορφυρομάνιαζε κι ανθούσε,
δεν είναι πια παρά θαμπή ιστορία
από παλιό πολύ καιρό θαμένη.
Και τώρα όσοι διαβαίνουν τη κοιλάδα
μεσ' από πορφυρόχρωμα παράθυρα θωρούνε,
κάτι μορφές τεράστιες, που σαλεύουνε φανταστικά
σε μιας παράτονης τους ήχους μελωδίας,
ενώ σα μαύρο βιαστικό ποτάμι,
μεσ' από την αχνόθωρη τη θύρα,
ξεχύνεται ακατάσχετα κι απαίσιον ένα πλήθος,
που σαρκάζει, μα ποτέ του πια δε θα χαμογελάσει.
Έντκαρ Άλλαν Πόε
Μετάφραση: Νίκος Προεστόπουλος